-
1 магистраль
магистраль ж о μεγάλος δρόμος ( για τη συγκοινωνία)· железнодорожная - η σιδηροδρομική αρτηρία' автомобильная \магистраль ο αυτοκινητόδρομος* * *жο μεγάλος δρόμος (για τη συγκοινωνία)железнодоро́жная магистра́ль — η σιδηροδρομική αρτηρία
автомоби́льная магистра́ль — ο αυτοκινητόδρομος
-
2 путь
-и α.1. δρόμος, οδός•прямой путь ίσιος δρόμος•
широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•
санный путь ελκηθόδρομος•
заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•
воздушный путь αεροπορική γραμμή.
2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•каким -м? με τι τρόπο;•
любым -м με κάθε τρόπο.
3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.
4. ταξίδι•направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.
5. δρομολόγιο•путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•
держать путь τηρώ την κατεύθυνση.
|| μέσον•путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.
6. όφελος, κέρδος•коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.
εκφρ.жизненный путь – η πορεία της ζωής•окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•- и сообщения – η συγκοινωνία•без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό. -
3 сообщение
1. (известие) η ανακοίνωσηη είδησηη κοινοποίηση2. (текст, донесение) η πληροφορία 3. (транспортное обслуживание) η συγκοινωνίαвоздушное - εναέρια -, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщение
См. также в других словарях:
συγκοινωνία — η, ΝΜ [συγκοινωνῶ] νεοελλ. 1. η σύνδεση δύο αντικειμένων ή δύο σημείων με τη βοήθεια ενός μέσου, επικοινωνία («συγκοινωνία αγγείων») 2. η ενέργεια και τα μέσα για τη μετάβαση ή τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε έναν άλλο (α.… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
συγκοινωνιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας με ειδικές γνώσεις για τη συγκοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκοινωνία + λόγος*] … Dictionary of Greek
αρτηρία — η 1. αιμοφόρο αγγείο με το οποίο το αίμα μεταφέρεται από την καρδιά στα άλλα όργανα και μέλη του σώματος. 2. μεγάλος δρόμος για τη συγκοινωνία: Η συγκοινωνία της πόλης εξυπηρετείται από δύο κυρίως αρτηρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Βαϊκάλη — (Baykal). Λίμνη (30.500 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, στη νότια Σιβηρία. Έχει πολύ στενόμακρο σχήμα με κατεύθυνση από τα ΝΔ στα ΒΑ, μήκος 600 χλμ. και πλάτος που ποικίλλει από 30 έως 100 χλμ. Καταλαμβάνει τον χώρο μιας τεκτονικής τάφρου που… … Dictionary of Greek
Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek